υποδερίς

υποδερίς
η / ὑποδερίς, -ίδος, ΝΑ, και ὑποδειρίς Α
νεοελλ.
(λόγιος τ.) μεμβρανώδης ή δερματική πτυχή τού λαιμού διαφόρων θηλαστικών μυρηκαστικών
αρχ.
1. το κάτω μέρος, η βάση τού τραχήλου
2. κόσμημα τού λαιμού, περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δέρη / δειρή «λαιμός» + επίθημα -ίς, -ίδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑποδερίς — the lower part of the neck fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδερίδα — ὑποδερίς the lower part of the neck fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδερίδας — ὑποδερίς the lower part of the neck fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδερίδες — ὑποδερίς the lower part of the neck fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδερίδος — ὑποδερίς the lower part of the neck fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδερίδιον — τὸ, Α [ὑποδερίς, ίδος] μικρή ὑποδερίς*, μικρό περιδέραιο …   Dictionary of Greek

  • υποδειρίς — ίδος, ἡ, Α βλ. ὑποδερίς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”